ολοκαρπώ

ολοκαρπώ
ὁλοκαρπῶ, -όω (Α) [ολόκαρπος]
1. προσφέρω πλήρη θυσία
2. παθ. όλοκαρποῡμαι, -όομαι
(για θυσία που γίνεται στους θεούς ή στον θεό) προσφέρομαι ολόκληρος («θυσίαι αὐτοῡ ὁλοκαρπωθήσονται καθημέραν ἐνδελεχῶς», ΠΔ).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ολοκάρπωμα — ὁλοκάρπωμα, τὸ (ΑΜ) [ολοκαρπώ] η πλήρης θυσία τού προσφερομένου, το ολοκαύτωμα («καὶ τὸ δεύτερον ποιήσει ὁλοκάρπωμα», ΠΔ) …   Dictionary of Greek

  • ολοκάρπωσις — ὁλοκάρπωσις, ἡ (Α) [ολοκαρπώ] η πλήρης προσφορά σε θυσία, η προσφορά όλων των καρπών ως θυσία …   Dictionary of Greek

  • ολοκαρπεύω — ὁλοκαρπεύω (Α) [ολόκαρπος] ολοκαρπώ* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”